- κιναίδου
- κίναιδοςcatamitemasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκκιναιδίζομαι — ἐκκιναιδίζομαι (Α) γίνομαι πλέον κίναιδος, έχω πια όλα τα γνωρίσματα τού κίναιδου … Dictionary of Greek
ημιλάσταυρος — ἡμιλάσταυρος, ὁ (Α) αυτός που είναι εν μέρει πονηρός, μιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + λάσταυρος «επίθ. τού κίναιδου»] … Dictionary of Greek
κιναιδιαίος — κιναιδιαῑος, ία, ον (Α) [κίναιδος] αυτός που αναφέρεται ή προσιδιάζει στη συμπεριφορά κιναίδου … Dictionary of Greek
τεκνό — το, Ν (ιδιωμ. τ.) όμορφος νεαρός, αμοιθόμενος συνήθως, εραστής ώριμης γυναίκας ή κίναιδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνο, με καταβιβασμό τού τόνου. Πρόκειται για λ. που προέρχεται από τη γλώσσα τών περιθωριακών] … Dictionary of Greek